εσχατιώτης

εσχατιώτης
ἐσχατιώτης, ὁ (θηλ. ἐσχατιῶτις) (Α) [εσχατιά]
επιγρ. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα, στις εσχατιές
ως κύριο όνομα από το προσηγ. ἐσχατιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”